πλακόστρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /plaˈko.stɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐κό‐στρω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
πλακόστρωτος
- στρωμένος, καλυμμένος με πλάκες
- ↪ ο πλάτανος ήταν στη μέση της πλακόστρωτης πλατείας
Παράγωγα[επεξεργασία]
- πλακόστρωτο (ουδέτερο ουσιαστικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακόστρωτος
|