πλανευτής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλανευτής αρσενικό (θηλυκό: πλανεύτρα)
- αυτός που πλανεύει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλανευτής
|
πλανευτής αρσενικό (θηλυκό: πλανεύτρα)
|