πλασάρομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

πλασάρομαι

  1. παρουσιάζω τον εαυτό μου θετικά, συνήθως με ανακρίβειες, αυτοπαρουσιάζομαι αλλά δίνω πλασματική εικόνα για να πετύχω κάτι
    Πλασαρίστηκε για ειδικός ενώ δεν ήξερε πού παν' τα τέσσερα
  2. (για αθλητικές ομάδες) πετυχαίνω μια καλή θέση
    Η Χ ομάδα πλασαρίστηκε βαθμολογικά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]