πλασμωδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλασμωδιακός < πλασμώδιο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική plasmodial)
Επίθετο[επεξεργασία]
πλασμωδιακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλασμωδιακός