πλαστήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλαστήρι τα πλαστήρια
      γενική του πλαστηριού των πλαστηριών
    αιτιατική το πλαστήρι τα πλαστήρια
     κλητική πλαστήρι πλαστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαστήρι < ελληνιστική κοινή πλαστήριον[1] < αρχαία ελληνική πλάστης < πλάσσω / πλάττω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαστήρι ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του πλάστης (εργαλείο για πλάσιμο)
    άλλες μορφές: μπλάστρι
  2. τετράγωνη ή κυκλική ξύλινη βάση για το άνοιγμα / πλάσιμο των φύλλων για πίτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πλαστήριΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πλαστήρι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. πλαστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.