πλαστικοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαστικοποιούμαι, παθητική φωνή του πλαστικοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

πλαστικοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη πλαστικοποιώ