πλαστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαστικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαστικότητα θηλυκό
- εύκολη μορφοποίηση και πλάση λόγω ευκαμψίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστικότητα