πλαστογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πλαστογράφος οι πλαστογράφοι
      γενική του/της πλαστογράφου των πλαστογράφων
    αιτιατική τον/την πλαστογράφο τους/τις πλαστογράφους
     κλητική πλαστογράφε πλαστογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαστογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλαστογράφος < αρχαία ελληνική πλαστ(ός) + -ο- + -γράφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.stoˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐στο‐γρά‐φος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαστογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλαστογράφος οἱ πλαστογράφοι
      γενική τοῦ πλαστογράφου τῶν πλαστογράφων
      δοτική τῷ πλαστογράφ τοῖς πλαστογράφοις
    αιτιατική τὸν πλαστογράφον τοὺς πλαστογράφους
     κλητική ! πλαστογράφε πλαστογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλαστογράφω
γεν-δοτ τοῖν  πλαστογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαστογράφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλαστ(ός) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαστογράφος αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]