πλαστογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαστογραφώ < ελληνιστική κοινή πλαστογραφέω / πλαστογραφῶ < αρχαία ελληνική πλαστός + γράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

πλαστογραφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]