πλατέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατέα < αρχαία ελληνική πλᾰτέα, ιωνικός τύπος του πλατεῖα, θηλυκό του πλατύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλατέα θηλυκό
- άλλη μορφή του πλατεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατέα
|