πλατσουκωτός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλατσουκωτός < πλατσουκώνω / πλακουτσώνω < πλατύς
Επίθετο
[επεξεργασία]πλατσουκωτός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- πλακουτσομύτα / πλατσομύτα
- πλακουτσομύτης / πλατσομύτης
- → δείτε τη λέξη πλατύς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλατσουκωτός
|