πλατυκεφαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατυκεφαλία οι πλατυκεφαλίες
      γενική της πλατυκεφαλίας των πλατυκεφαλιών
    αιτιατική την πλατυκεφαλία τις πλατυκεφαλίες
     κλητική πλατυκεφαλία πλατυκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατυκεφαλία < πλατυ- / πλατύς + -κεφαλία / κεφάλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλατυκεφαλία θηλυκό

  • (ιατρική) ανώμαλη κατάσταση κρανίου, στην οποία το κεφάλι είναι πεπλατυσμένο (δυσπλασία του μετωπιαίου οστού)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]