πλατυσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατυσμένος η πλατυσμένη το πλατυσμένο
      γενική του πλατυσμένου της πλατυσμένης του πλατυσμένου
    αιτιατική τον πλατυσμένο την πλατυσμένη το πλατυσμένο
     κλητική πλατυσμένε πλατυσμένη πλατυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατυσμένοι οι πλατυσμένες τα πλατυσμένα
      γενική των πλατυσμένων των πλατυσμένων των πλατυσμένων
    αιτιατική τους πλατυσμένους τις πλατυσμένες τα πλατυσμένα
     κλητική πλατυσμένοι πλατυσμένες πλατυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαταίνω και πλατύνω

Μετοχή[επεξεργασία]

πλατυσμένος, -η, -ο και πεπλατυσμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη πεπλατυσμένος