πλατωνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλατωνισμός οι πλατωνισμοί
      γενική του πλατωνισμού των πλατωνισμών
    αιτιατική τον πλατωνισμό τους πλατωνισμούς
     κλητική πλατωνισμέ πλατωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατωνισμός < (αντιδάνειο) γαλλική platonisme < αρχαία ελληνική Πλάτων + -ισμός
Η λέξη μαρτυρείται από το 1809

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.to.niˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλατωνισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (φιλοσοφία) το φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνα και η συνολική θεωρία του
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε στηρίζεται στη θεωρία και δεν έχει καμία πρακτική κατάληξη

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • πλατωνισμός του πνεύματος : η προσήλωση σε μια ιδέα που περιορίζει την πρόοδο μιας έρευνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]