πλατύβαθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατύβαθρο < πλατύ- / πλατύς + βάθρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλατύβαθρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]