πλατύρρινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλατύρρινος | η | πλατύρρινος & πλατύρρινη |
το | πλατύρρινο |
γενική | του | πλατυρρίνου & πλατύρρινου |
της | πλατυρρίνου & πλατύρρινης |
του | πλατυρρίνου & πλατύρρινου |
αιτιατική | τον | πλατύρρινο | την | πλατύρρινο & πλατύρρινη |
το | πλατύρρινο |
κλητική | πλατύρρινε | πλατύρρινε & πλατύρρινη |
πλατύρρινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλατύρρινοι | οι | πλατύρρινοι & πλατύρρινες |
τα | πλατύρρινα |
γενική | των | πλατυρρίνων & πλατύρρινων |
των | πλατυρρίνων & πλατύρρινων |
των | πλατυρρίνων & πλατύρρινων |
αιτιατική | τους | πλατυρρίνους & πλατύρρινους |
τις | πλατυρρίνους & πλατύρρινες |
τα | πλατύρρινα |
κλητική | πλατύρρινοι | πλατύρρινοι & πλατύρρινες |
πλατύρρινα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πλατύρρινος, -η, -ο
- που έχει πλατιά μύτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατύρρινος
|