πλατύφυλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατύφυλλος < αρχαία ελληνική πλατύφυλλος, μορφολογικά αναλύεται πλατύ- + -φυλλος
Επίθετο[επεξεργασία]
πλατύφυλλος, -η, -ο
- που έχει πλατιά φύλλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατύφυλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πλατύφυλλος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πλατύ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φυλλος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)