πλαφονιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαφονιέρα οι πλαφονιέρες
      γενική της πλαφονιέρας
    αιτιατική την πλαφονιέρα τις πλαφονιέρες
     κλητική πλαφονιέρα πλαφονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαφονιέρα < γαλλική plafonnier < plafond (οροφή) < plat +‎ fond

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.foˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐φο‐νιέ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαφονιέρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]