πλειάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πλειάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλειάς αἱ πλειάδες
      γενική τῆς πλειάδος τῶν πλειάδων
      δοτική τῇ πλειάδι ταῖς πλειάσι(ν)
    αιτιατική τὴν πλειάδα τὰς πλειάδας
     κλητική ! πλειάς πλειάδες
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειάς < αρχαία ελληνική Πλειάς (ονομασία αστερισμού) → και δείτε τη λέξη πλειάδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλειάς, -άδος θηλυκό