πλειοδοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλειοδοτικός η πλειοδοτική το πλειοδοτικό
      γενική του πλειοδοτικού της πλειοδοτικής του πλειοδοτικού
    αιτιατική τον πλειοδοτικό την πλειοδοτική το πλειοδοτικό
     κλητική πλειοδοτικέ πλειοδοτική πλειοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλειοδοτικοί οι πλειοδοτικές τα πλειοδοτικά
      γενική των πλειοδοτικών των πλειοδοτικών των πλειοδοτικών
    αιτιατική τους πλειοδοτικούς τις πλειοδοτικές τα πλειοδοτικά
     κλητική πλειοδοτικοί πλειοδοτικές πλειοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειοδοτικός < πλειοδότης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πλειοδοτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]