πλειοψηφικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλειοψηφικά < πλειοψηφικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλειοψηφικά
- με πλειοψηφικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλειοψηφικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλειοψηφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλειοψηφικό