πλειστάκις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειστάκις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλειστάκις < πλεῖστος (πλείστος)

Επίρρημα[επεξεργασία]

πλειστάκις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειστάκις < πλεῖστ(ος), υπερθετικός βαθμός του πολύς + -άκις

Επίρρημα[επεξεργασία]

πλειστάκις [ᾰ]

  • πάρα πολλές φορές

Πηγές[επεξεργασία]