πλειστηριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειστηριάζω < αρχαία ελληνική πλειστηριάζω < πλειστήρης < πλεῖστος

Ρήμα[επεξεργασία]

πλειστηριάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]