πλειστηριασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλειστηριασμός οι πλειστηριασμοί
      γενική του πλειστηριασμού των πλειστηριασμών
    αιτιατική τον πλειστηριασμό τους πλειστηριασμούς
     κλητική πλειστηριασμέ πλειστηριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλειστηριασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειστηριασμός (ανέβασμα του ύψους της τιμής)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλειστηριασμός αρσενικό

  • (οικονομία) διαδικασία εκποίησης κινητής ή ακίνητης περιουσίας σε όποιον προσφέρει την υψηλότερη τιμή
    ※ Αυτόματα, χωρίς δηλαδή δικαστική απόφαση, θα μειώνεται η τιμή του ακινήτου που βγαίνει σε πλειστηριασμό, εφόσον καταστούν άγονοι οι δύο πρώτοι πλειστηριασμοί. Αυτό προβλέπει ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας που είναι σε δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να ισχύσει από τον προσεχή Σεπτέμβριο.
    Ευγενία Τζώρτζη, «Επιταχύνονται οι διαδικασίες πλειστηριασμών ακινήτων», * Η Καθημερινή.gr (24 Αυγούστου 2021)· πρόσβαση: 2021-11-01.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλειστηριασμός οἱ πλειστηριασμοί
      γενική τοῦ πλειστηριασμοῦ τῶν πλειστηριασμῶν
      δοτική τῷ πλειστηριασμ τοῖς πλειστηριασμοῖς
    αιτιατική τὸν πλειστηριασμόν τοὺς πλειστηριασμούς
     κλητική ! πλειστηριασμέ πλειστηριασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλειστηριασμώ
γεν-δοτ τοῖν  πλειστηριασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]