πλειστηριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλειστηριασμός < ελληνιστική κοινή πλειστηριασμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλειστηριασμός αρσενικό
- (οικονομία) διαδικασία εκποίησης κινητής ή ακίνητης περιουσίας σε όποιον προσφέρει την υψηλότερη τιμή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αναπλειστηριάζω
- αναπλειστηριασμός
- απλειστηρίαστος
- εκπλειστηριάζω
- εκπλειστηρίασμα
- εκπλειστηριασμός
- πλειστηριάζω
- πλειστηρίασμα
- → δείτε τις λέξεις πλείστος και πολύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλειστηριασμός
|