πλεκτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πλεκτά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλεκτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πλεκτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλεκτό) του πλεκτός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πλεκτά [πλεκτᾰ] με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλεκτόν) του πλεκτός
πλεκτά [πλεκτᾱ] με μακρά κατάληξη