πλεμόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεμόνι τα πλεμόνια
      γενική του πλεμονιού των πλεμονιών
    αιτιατική το πλεμόνι τα πλεμόνια
     κλητική πλεμόνι πλεμόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλεμόνι < αρχαία ελληνική πλεύμων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλεμόνι ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του: πνεύμονας
  2. (ειδικότερα) τα πνευμόνια σφαγίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]