πλεξιγκλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλεξιγκλάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική plexiglas[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλεξιγκλάς ουδέτερο άκλιτο
- ελαφρύ και διάφανο πλαστικό υλικό που μοιάζει με γυαλί που έχει μεγάλη αντοχή στις καιρικές μεταβολές και τις πιέσεις. Χρησιμοποιείται με ποικίλες εφαρμογές στην ιατρική, στην κατασκευή της καλύπτρας αεροπλάνων, παρμπρίζ, επίπλων, πινακίδων κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλεξιγκλάς
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πλεξιγκλάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας