πλεονεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεονεκτικότητα < πλεονεκτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλεονεκτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος σε πλεονεκτική θέση, η ιδιότητα του πλεονεκτικού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλεονεκτικότητα