πλευροκοπήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πλευροκοπήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλευροκοπώ
  2. θα πλευροκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλευροκοπώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πλευροκοπήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλευροκόπηση