πλευροκόπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλευροκόπημα < πλευροκοπώ + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλευροκόπημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλευροκοπώ