πλεχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλεχτός | η | πλεχτή | το | πλεχτό |
γενική | του | πλεχτού | της | πλεχτής | του | πλεχτού |
αιτιατική | τον | πλεχτό | την | πλεχτή | το | πλεχτό |
κλητική | πλεχτέ | πλεχτή | πλεχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλεχτοί | οι | πλεχτές | τα | πλεχτά |
γενική | των | πλεχτών | των | πλεχτών | των | πλεχτών |
αιτιατική | τους | πλεχτούς | τις | πλεχτές | τα | πλεχτά |
κλητική | πλεχτοί | πλεχτές | πλεχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεχτός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πλεκτός με ανομοίωση της άρθρωσης [kt] > [xt]. [1] Συγκρίνετε με το πλεκτός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pleˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐χτός
Επίθετο[επεξεργασία]
πλεχτός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του πλεκτός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλεχτό / πλεκτό
- πλεχ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- → δείτε τη λέξη πλέκω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλεχτός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πλεχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας