Μετάβαση στο περιεχόμενο

πληγιάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πληγιάζω < πληγή + -ιάζω

πληγιάζω (παθητική φωνή: πληγιάζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]