πληθωριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληθωριστικός < πληθωρισμός
Επίθετο
[επεξεργασία]πληθωριστικός -ή -ό
- που αναφέρεται στον πληθωρισμό· που προκαλεί πληθωρισμό
- πληθωριστικές πιέσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληθωριστικός
|