πλημμυρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλημμυρίδα < αρχαία ελληνική πλημυρίς ή πλημμυρίς. Δείτε πλημμύρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλημμυρίδα θηλυκό
- η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, αυτή κατά την οποία η στάθμη των νερών της θάλασσας ανεβαίνει