πληροφορούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pli.ɾo.foˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐ρο‐φο‐ρού‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
πληροφορούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (πληροφορούμαι) του ρήματος πληροφορώ
- ↪ Πληροφορούμενος τα καθέκαστα, έτρεξε στο νοσοκομείο.