πληροφόρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληροφόρηση οι πληροφορήσεις
      γενική της πληροφόρησης* των πληροφορήσεων
    αιτιατική την πληροφόρηση τις πληροφορήσεις
     κλητική πληροφόρηση πληροφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πληροφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληροφόρηση < πληροφόρησις στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινήπληροφόρησις (με άλλη έννοια)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πληροφόρηση θηλυκό

  • η απόκτηση πληροφοριών σχετικά με ένα θέμα, η κατοχή στοιχείων ενδιαφέροντος, η μετάδοσή τους από μια πηγή
    Προς πληροφόρησή σου, σε ενημερώνω ότι...
    Δεν ξέρω τίποτα ακόμα, δεν είχα καμία πληροφόρηση επί του θέματος.
    Κάνεις λάθος, δεν είχες καλή πηγή πληροφόρησης.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]