πληρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πληρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληρώνω
- θα πληρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πληρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλήρωση