πλιγούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλιγούρι τα πλιγούρια
      γενική του πλιγουριού των πλιγουριών
    αιτιατική το πλιγούρι τα πλιγούρια
     κλητική πλιγούρι πλιγούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλιγούρι < οθωμανική τουρκική بورغول (burğul) (τουρκική bulgur) < αραβική برغل (búrğul) < περσική برغول (barğūl)
Ένα πιάτο με πλιγούρι.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pliˈɣu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλι‐γού‐ρι
ομόηχο: Πλιγούρη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλιγούρι ουδέτερο

  1. σιτάρι χοντροαλεσμένο
    Tο πλιγούρι, το χοντροσπασμένο σιτάρι δηλαδή, έχει την ιδιότητα να «τραβάει» τα υγρά, γι’ αυτό φροντίστε να βάλετε αρκετό ζωμό, ώστε να μη γίνει στεγνό το φαγητό. (*)
  2. φαγητό παρασκευασμένο από σιτάρι χοντροαλεσμένο
  3. (μεταφορικά) φαγητό άνοστο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

επώνυμα:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]