πλουραλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλουραλιστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική pluraliste < plural + -iste < λατινική pluralis < plures < plus < παλαιά λατινικά *plous < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- / *pelh₁u- (πολύς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλουραλιστής θηλυκό (θηλυκό: πλουραλίστρια)
- οπαδός του πλουραλισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλουραλιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)