πλουτοκράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλουτοκράτης αρσενικό
- το άτομο που κατέχει μεγάλη περιουσία και μέρος των μέσων παραγωγής, που “ζει στην χλιδή”, ο πλούσιος.
- (κοινωνία) το άτομο που ανήκει στην αστική τάξη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλουτοκράτης
|