πλυντήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλυντήριο, Πλυντήρια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πλυντήριον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πλυντήριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλυντήριος
    → δείτε τη λέξη Πλυντήρια (πληθυντικός, για την ονομασία γιορτής)
    νέα ελληνική: το πλυντήριο (ουσιαστικοποιημένο)