πλωτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλωτήρας οι πλωτήρες
      γενική του πλωτήρα των πλωτήρων
    αιτιατική τον πλωτήρα τους πλωτήρες
     κλητική πλωτήρα πλωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλωτήρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλωτήρας αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) κάθε ελαφρό σώμα που επιπλέει ή βοηθά άλλο να επιπλέει
  2. (αεροπορικός όρος) στεγανή κατασκευή αεροσκαφών (στα υδροπλάνα και σε ορισμένα ελικόπτερα) που τους επιτρέπει να επιπλέουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]