πλωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλωτός η πλωτή το πλωτό
      γενική του πλωτού της πλωτής του πλωτού
    αιτιατική τον πλωτό την πλωτή το πλωτό
     κλητική πλωτέ πλωτή πλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλωτοί οι πλωτές τα πλωτά
      γενική των πλωτών των πλωτών των πλωτών
    αιτιατική τους πλωτούς τις πλωτές τα πλωτά
     κλητική πλωτοί πλωτές πλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλωτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλωτός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ploˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλω‐τός

Επίθετο[επεξεργασία]

πλωτός, -ή, -ό

  1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί ένα πλοίο να πλεύσει
    ο ποταμός Σηκουάνας είναι πλωτός
  2. που επιπλέει στο νερό
    1. (για κατασκευές)
      πλωτή εξέδρα
    2. (για πλεούμενα, σκάφη)
      πλωτά μέσα μεταφοράς

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]