πλύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλύνω < αρχαία ελληνική πλύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plew- (πλένω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πλύνω
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πλένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλύνω
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλύνω
- α’ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλένω