πλύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλύ‐νω
- παρώνυμο: κλείνω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλύνω
- α΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου του πλένω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
και (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- πλύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.