πνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνέω < αρχαία ελληνική πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew- (αναπνέω, ασθμαίνω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πνέω, πρτ.: έπνεα, στ.μέλλ.: θα πνεύσω, αόρ.: έπνευσα
- (για άνεμο) για την κίνηση ενός ρεύματος ατμοσφαιρικού αέρα που γίνεται αισθητή από τον άνθρωπο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (+ γενική αφηρημένου ουσιαστικού) πνέει άνεμος: επικρατεί κάτι
- πνέει άνεμος αισιοδοξίας: επικρατεί ή γεννιέται μια αισιόδοξη διάθεση
- πνέω τα λοίσθια: ψυχορραγώ
- πνέω (τα) μένεα: είμαι εξοργισμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνέω
|