πνέω τά λοίσθια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πνέω τα λοίσθια

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνέω τὰ λοίσθια < ελληνιστική κοινή (ἀνα)πνέω τὰ λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος

Έκφραση[επεξεργασία]

πνέω τὰ λοίσθια



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνέω τὰ λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω, τά & λοίσθιος στον πληθυντικό του ουδέτερου

Έκφραση[επεξεργασία]

πνέω τὰ λοίσθια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]