πνευμάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμάτωση οι πνευματώσεις
      γενική της πνευμάτωσης* των πνευματώσεων
    αιτιατική την πνευμάτωση τις πνευματώσεις
     κλητική πνευμάτωση πνευματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνευμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pneumatosis < ελληνιστική κοινή πνευμᾰ́τωσις < αρχαία ελληνική πνευματόω < πνεῦμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πνευμάτωση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]