πνευματίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευματίστρια < πνευματιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνευματίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πνευματιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευματίστρια
|