πνευματικά δικαιώματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πνευματικά δικαιώματα | ||
γενική | των | πνευματικών δικαιωμάτων | ||
αιτιατική | τα | πνευματικά δικαιώματα | ||
κλητική | πνευματικά δικαιώματα | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευματικά δικαιώματα < → δείτε τις λέξεις πνευματικός και δικαίωμα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πνευματικά δικαιώματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος) το δικαίωμα το οποίο απονέμει ο νόμος στον δημιουργό ενός έργου να καθορίζει ποιος μπορεί να δημοσιεύει, να αντιγράφει και να διανέμει ένα συγγραφικό έργο, μουσική, εικόνα ή άλλο
- ※ Η αμερικανική νομοθεσία για τα πνευματικά δικαιώματα προστατεύει την ιδιοκτησία πρωτότυπων έργων, απαγορεύοντας αντίτυπα καλλιτεχνικού υλικού κάθε είδους χωρίς άδεια: παρτιτούρες, ποίηση, αρχιτεκτονικά έργα, πίνακες, ακόμη και λογισμικό υπολογιστών.
- Priya Krishna (2 Δεκεμβρίου 2021), Πνευματικά δικαιώματα για τις συνταγές, Η Καθημερινή
- ※ Η αμερικανική νομοθεσία για τα πνευματικά δικαιώματα προστατεύει την ιδιοκτησία πρωτότυπων έργων, απαγορεύοντας αντίτυπα καλλιτεχνικού υλικού κάθε είδους χωρίς άδεια: παρτιτούρες, ποίηση, αρχιτεκτονικά έργα, πίνακες, ακόμη και λογισμικό υπολογιστών.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευματικά δικαιώματα
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)