πνευμονοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευμονοπάθεια < πνεύμον(ας) + -ο- + -πάθεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνευμονοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση των πνευμόνων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευμονοπάθεια
|